ὀπώραν

ὀπώραν
ὀπώρᾱν , ὀπώρα
the part of the year between the rising of Sirius and of Arcturus
fem acc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ὀπώραν — Ὀπώρᾱν , Ὀπώρη fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσοπορώ — (Α μεσοπορῶ, έω) [μεσοπόρος] 1. πορεύομαι ή πλέω στο μέσο 2. είμαι ή βρίσκομαι στο μέσο τής πορείας, μεσοστρατίς αρχ. μτφ. (για φρούτο) δεν έχω ωριμάσει εντελώς, είμαι στη μέση τής ωρίμασης («μεσοπορούσης τῆς κατὰ τὴν ὀπώραν ἀκμῆς», Διοσκ.) …   Dictionary of Greek

  • οιδώ — οἰδῶ, έω, σπαν. και άω (Α) 1. σχηματίζω οιδήματα, εξογκώνομαι, φουσκώνω, πρήζομαι, είμαι πρησμένος 2. (για φυτό) αναπτύσσομαι 3. (για καρπό) διογκώνομαι, ωριμάζω («ὀπώραν ἐντεταμένην καὶ οἰδῶσαν», Πλούτ.) 4. μτφ. α) (για προσ.) i) είμαι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”